μινυρίστρια

μινυρίστρια
μῐνυρ-ίστρια, ,
A warbler,

ἀηδών IG14.1934f5

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μινυρίστρια — μινυρίστρια, ἡ (Α) [μινυρίζω] (για την αηδόνα) αυτή που κελαηδά ήρεμα και γλυκά …   Dictionary of Greek

  • μινυρίστρι' — μινυρίστρια , μινυρίστρια warbler fem nom/voc sg μινυρίστριαι , μινυρίστρια warbler fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”